χονδρίτης

χονδρίτης
ο, ΝΑ
νεοελλ.
συν. στον πληθ. οι χονδρίτες
(αστρον.-ορυκτ.) λιθομετεωρίτες που χαρακτηρίζονται από την παρουσία χόνδρων, δηλαδή σφαιριδίων πυριτικών ορυκτών, όπως είναι οι ολιβίνες και οι πυρόξενοι
αρχ.
ο παρασκευασμένος από χόνδρο, από χοντροαλεσμένο σιτάρι («ἄρτων ἐκτίθεται γένη... ζυμίτην ἄζυμον σεμιδαλίτην χονδρίτην», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + κατάλ. -ίτης*. Η λ. ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. chondrite].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χονδρίτης — χονδρί̱της , χονδρίτης made of groats masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χονδρίτας — χονδρί̱τᾱς , χονδρίτης made of groats masc acc pl χονδρί̱τᾱς , χονδρίτης made of groats masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՆԱՇԻՀ — (շհոյ, կամ (նաշհի) հւոյ.) NBH 2 0405 Chronological Sequence: Unknown date, 8c գ. ՆԱՇԻՀ եւ ՆԱՇԻ. գրի եւ ՆԱՇԻԽ. ար. պ. նէշա, նիշաստա . σεμίδαλις semila, similago եւս եւ πέμμα, χονδρίτης եւ այլն. Գերմուկ ալիւր՝ ազնիւ եւ բարակ. որ եւ ՍԻՄԻՆՏՐ, ՍԻՂԻԳՆ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • χονδριτῶν — χονδρῑτῶν , χονδρίτης made of groats masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χονδρίτην — χονδρί̱την , χονδρίτης made of groats masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χονδρίτου — χονδρί̱του , χονδρίτης made of groats masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”